Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰχνεύει — ἰχνεύω track out pres ind mp 2nd sg ἰχνεύω track out pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχνεία — ἰχνεία, ἡ (Α) [ιχνεύω] το να ιχνεύει κανείς, το να αναζητεί τα ίχνη κάποιου, η ἴχνευσις* … Dictionary of Greek